- Κερβεροκίνδυνος
- Κερβεροκίνδῡνος ΤάρταροςA full of Cerberus-dangers, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Κερδεροκίνδυνος — Κερβεροκίνδυνος Τάρταρος (Α) (κατά τον Ησύχ.) ο γεμάτος κινδύνους από τον Κέρβερο … Dictionary of Greek
κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… … Dictionary of Greek